πολιόκρανος

Greek (Liddell-Scott)

πολιόκρᾱνος: -ον, πολιὸς τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τοῦ Ἀδριανοῦ (πρβλ. ἀργυρόκρανος), Χρησμ. Σιβ. 8. 50, ἔνθα τὸ μέτρον παιτεῖ πολίκρανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -κρανος (< κρανον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. μακρό-κρανος, ορθό-κρανος].