πολιότριχος

English (LSJ)

πολιότριχον, = πολιόθριξ, Opp.C.3.293.

German (Pape)

[Seite 655] = πολιόθριξ, πολιότριχα γένεθλα, Opp. Cyn. 3, 293.

Greek (Liddell-Scott)

πολιότρῐχος: -ον, = πολιόθριξ, Ὀππ. Κυν. 3. 293.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψαρές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός» + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. καλλί-τριχος, λεπτό-τριχος].