πολλαπλασιόω

English (LSJ)

multiply, Pl.R. 525e:—Pass., Hp.Acut.61, Arist.Top.163b26.

German (Pape)

[Seite 658] vervielfältigen, Plat. Rep. VII, 525 e.

French (Bailly abrégé)

πολλαπλασιῶ :
multiplier.
Étymologie: πολλαπλάσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαπλασιόω [πολλαπλάσιος] vermenigvuldigen.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλᾰσιόω: увеличивать во много или несколько раз, умножать Plat.: ἀριθμὸς πολλαπλασιουμενος Arst. умноженное, т. е. кратное число.

Greek Monotonic

πολλαπλᾰσιόω: μέλ. -ώσω, πολλαπλασιάζω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλᾰσιόω: πολλαπλασιάζω, Πλάτ. Πολ. 525Ε· ― Παθ., Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5.

Middle Liddell

[from πολλαπλάσιος
to multiply, Plat.