πολτάριον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of πόλτος, little porridge, poor bad porridge, Dsc.2.92, Philum. ap. Orib.45.29.3.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πολτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ πόλτος, ὀλίγος πόλτος, Διοσκ. 2. 114· πολταρίδιον, Γαλην. πολτίον, Γλωσσ.· ― πρβλ. πολφός.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(υποκορ. του πολτός) λίγος πολτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολτός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον, φανάριον)].