πολυΐχθυος

English (LSJ)

ον, = πολύϊχθυς.

German (Pape)

[Seite 663] H. h. Apoll. 417, = Folgdm.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύϊχθυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθυος (< ἰχθῦς, -ύος «ψάρι»)].

Russian (Dvoretsky)

πολυΐχθυος: изобилующий рыбой (οἶδμα ἅλιον HH).