πολυάλφιτος

English (LSJ)

πολυάλφιτον, yielding much meal, κριθαί Thphr. HP 8.4.2.

German (Pape)

[Seite 659] viele Gerstengraupen gebend, κριθή, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάλφῐτος: -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.

Greek Monolingual

ον, Α
αυτός που παράγει πολλά άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο κριθάρι, αλεύρι» (πρβλ. λευκάλφιτος)].