πολυάλφιτος
English (LSJ)
πολυάλφιτον, yielding much meal, κριθαί Thphr. HP 8.4.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πολυάλφῐτος: -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.
Greek Monolingual
ον, Α
αυτός που παράγει πολλά άλφιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο κριθάρι, αλεύρι» (πρβλ. λευκάλφιτος)].