πολυάμπελος
English (LSJ)
πολυάμπελον, with many vines, B.7 (Fr.), Sch. D Il.2.507, etc.
German (Pape)
[Seite 659] von oder mit vielen Weinstöcken, Schol. Il. 2, 507 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάμπελος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἀμπέλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 507, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄμπελος (πρβλ. ολιγάμπελος, ορθάμπελος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυάμπελος -ον [πολύς, ἄμπελον] rijk aan wijnstokken.