πολυάριθμος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, numerous, manifold, Callicrat. ap. Stob.4.28.16; δύναμις D.S.14.25.

German (Pape)

[Seite 659] zahlreich, vielfach, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

πολυάριθμος: (ᾰ) многочисленный (δύναμις Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάριθμος: -ον, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Καλλικρατ. παρὰ Στοβ. 485. 36· δύναμις Διόδ. 14. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάριθμος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύς σε αριθμό, αυτός που αποτελείται από μεγάλο πλήθος, πολυπληθής, σε αντιδιαστολή με τον ολιγάριθμο (α. «πολυάριθμο στράτευμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀριθμός (πρβλ. ισάριθμος, ολιγάριθμος)].