πολυαλφής

English (LSJ)

πολυαλφές, (ἀλφάνω) fetching a high price, Nonn. D. 37.715.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλφής: -ές, (ἀλφάνω ἢ ἀλφαίνω), ὅστις δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμαλφής)].