πολυγαμία
English (LSJ)
ἡ, polygamy, Ph.1.568; frequent marriage, Vett. Val.119.22.
German (Pape)
[Seite 660] ἡ, Polygamie, das Leben od. die Verbindung mit mehreren Weibern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγαμία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ὡς συζύγους πολλὰς γυναῖκας ὡς ποιοῦσι νῦν οἱ Μωαμεθανοί, κλπ., Φίλων 1, 568, 45· ― τὸ πολλάκις ἐλθεῖν εἰς γάμον, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1184Α.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύγαμος
1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία
2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές
νεοελλ.
1. (για γυναίκες) σύναψη γάμου με περισσότερους από έναν συζύγους, πολυανδρία
2. (κατ' επέκτ.) συνεύρεση με περισσότερους από έναν ή με περισσότερες από μία συντρόφους.