πολυγυνία
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
η, Ν
1. το να έχει ένας άνδρας πολλές γυναίκες
2. (για άνδρα) η πολυγαμία
3. βιολ. χαρακτηριστικό τών κοινωνιών ορισμένων πολύγυνων εντόμων, στις οποίες υπάρχουν πολλές βασίλισσες, δηλαδή γονιμοποιημένα θηλυκά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγύνης. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygyny].