η, Νη κατοχή πολλών γνώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνωσία (< γνῶσις), πρβλ. αρχαιο-γνωσία, παντο-γνωσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].