πολυδέκτης
English (LSJ)
πολυδέκτου, ὁ, the all-receiver, i.e. Hades, h.Cer.9.
German (Pape)
[Seite 661] ὁ, der viel Fassende, wie πολυδέγμων, Beiname des Hades, H. h. Cer. 9, wo Ruhnken zu vergleichen.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui reçoit une grande foule (Hadès).
Étymologie: πολύς, δέκομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδέκτης: -ου, ὁ, πολλοὺς δεχόμενος, περιλαμβάνων, ὁ Ἅιδης, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 9· πρβλ. πολυδέγμων ΙΙ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πολυδέγμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. χρυσοδέκτης.
Greek Monotonic
πολυδέκτης: -ου, ὁ, αυτός που δέχεται πολλούς, που υποδέχεται τους πάντες, δηλ. ο Άδης, σε Ομηρ. Ύμν.