πολυεθνής
English (LSJ)
πολυεθνές, many-peopled: numerous, Oenom. ap. Eus.PE 5.29, Orph.H.78.11, A.430.
German (Pape)
[Seite 662] ές, von oder mit vielem Volke, volkreich, übh. zahlreich, Orph. H. 77, 11.
Greek (Liddell-Scott)
πολυεθνής: -ές, ὁ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν ἀποτελούμενος, πολυάριθμος, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 11, κτλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλά έθνη («πολυέθνεα λαόν», Οινόμ.)
2. (κατ' επέκτ.) πολυπληθής, πολυάριθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. ομοεθνής].