πολυεργής

English (LSJ)

πολυεργές, = πολύεργος (hardworking, highly-wrought, elaborate, much-working)1, AP7.400 (Serapio).
II = πολύεργος II, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.111.

German (Pape)

[Seite 662] ές, = πολύεργος, φώς, Serapis ep. (VII, 400).

Russian (Dvoretsky)

πολυεργής: много трудящийся, трудолюбивый (φώς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυεργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 400

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύεργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολιγοεργής].

Greek Monotonic

πολυεργής: -ές, = το επόμ., σε Ανθ.