φώς
English (LSJ)
gen. φωτός, ὁ: dual φῶτε, φωτοῖν: pl. φῶτες, φωτῶν, φωσί: poet. Noun (Com., only paratrag., as Ar.Pax528, or pseudo-orac., Diph.126.3 (hex.); also in late Prose, PRyl.77.34 (ii A. D.)):—
A man, sometimes coupled with ἀνήρ, δύο δ' οὔπω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω.. Il. 17.377; ἀλλότριος φ. 5.214, cf. 11.462, 614, al.; in gen., equivalent to a possessive pronoun, his, χρόα φωτός 4.139, al.; in Trag. either of heroes, as A.Th.499, S.Ant.107 (lyr.), or of men generally, A. Pers.242 (troch.); φῶτ' ἄδικον Id.Ag.398 (lyr.); φ. ἀνόσιος, ἀμαυρός, S.OC281,1018; ὦ σκῆπτρα φωτός, i.e. ἐμοῦ, ib.1109; joined with other Nouns, φῶτ' Ἀσκληπιοῦ υἱόν Il.4.194, cf. 21.546, Od.21.26; φωτί.. δέκτῃ 4.247; φῶτες Αἰγεΐδαι Pi.P.5.75; κλωπὸς φωτός E.Rh. 709.
II man, opp. woman, Od.6.129, S.Ant.910, Tr.177, etc.; but δύ' οἰκτρὼ φῶτε, of a man and his wife, E.Hel.1094; so of lovers, AP5.248.5 (Iren.).
III mortal, opp. a god, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Il.17.98; φωτῶν ἀλαὸν γένος A.Pr.549 (lyr.); φῶτα βρότειον E.Ba.542 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, gen. φωτός, plur. φῶτες, gen. φωτῶν, poet. = ἀνήρ, – der Mann, Hom. oft, bes. der tüchtige, tapfere Mann, Il. 4, 194. 21, 546 Od. 21, 26. – Auch der Sterbliche, im Gegensatz der Götter, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Il. 17, 98; so Pind. u. Tragg. oft; der Mensch übh., τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Aesch. Prom. 548; Soph. Ai. 293; vgl. Jac. A. P. p. 110; dah. Eur. Hel. 1100 auch die Frauen. – Die Ableitung schwankt zwischen φημί, der mit Sprache Begabte, wie μέροψ, u. φύω, entweder der Erzeugende, der Mann, oder der Erzeugte, das Geschöpf, der Mensch.
French (Bailly abrégé)
φωτός (ὁ, qqf ἡ)
gén. pl. φωτῶν;
poét. c. ἀνήρ : homme, d'où
1 (ὁ, ἡ) être humain, homme ou femme : φωτῶν γένος ESCHL la race des hommes ; particul. mortel p. opp. aux dieux;
2 homme de haut rang en parl. des héros, des chefs, des grands ; au sens collect. troupe de guerriers.
Étymologie: φύω.
Russian (Dvoretsky)
φώς: φωτός ὁ только поэт.
1 муж, мужчина, тж. человек Hom., Trag., Arph.: φωτῶν γένος Aesch., род человеческий; φῶτες Αἰγεΐδαι Pind. потомки Эгея; δύ᾽ οἰκτρὼ φῶτε Eur. два несчастных человека (Менелай и Елена);
2 собир. войско (ὁ λεύκασπις φ. Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
φώς: γεν. φωτός, ὁ· δυϊκ. φῶτε, φωτοῖν· πληθ. φῶτες, φωτῶν, φωσί· (πιθ. ἐκ τῆς √ΦΥ, φύω, καὶ οὕτω κυρίως =, φύσας). Ποιητ. ὄνομα, σπανίως εὑρισκόμενον παρὰ τοῖς κωμ., οἷον παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 520, Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 3· οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀνήρ, ἐνίοτε μάλιστα παρατίθενται τὰ δύο ὡς ἰσοδύναμα, δύο δ’ οὔπω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω... Ἰλ. Ρ. 377· ἀλλότριος φ. Ε. 214, πρβλ. Λ. 462, 613, κ. ἀλλ.· ― ἐνίοτε ἐμφατικῶς, γενναῖος ἀνήρ, ἥρως, Μαχάονα δεῦρο κάλεσσον, φῶτ’, Ἀσκληπιοῦ υἱὸν Ἰλ. Δ. 193, πρβλ. Φ. 545, Ὀδ. Φ. 26, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 45· (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τίθεται ἀείποτε ὡς πρώτη λέξις τοῦ στίχου)· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς εἴτε ἐπὶ ἡρώων, οἷον Αἰσχύλ. Θήβ. 499, Σοφ. Ἀντιγ. 107, Τραχ. 177· ἢ ἐπὶ ἀνδρῶν καθόλου, Αἰσχύλου Πέρσ. 242, Ἀγ. 398, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 281, 1018, κτλ.· ὦ σκῆπτρα φωτός, δηλ. ἐμοῦ, αὐτόθι 1109· ― συνημμένον μετ’ ἄλλων ὀνομάτων, φῶτες Αἰγεΐδαι Πινδ. Π. 5. 100· κλωπὸς φωτὸς Εὐρ. Ρῆσ. 709. ΙΙ. ἀνήρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γυναῖκα, Ὀδ. Ζ. 129, Σοφ. Ἀντιγ. 910, Τραχ. 177, κτλ.· δύ’ οἰκτρὼ φῶτε, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Εὐρ. Ἠλ. 1094, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 249. ΙΙΙ. ἄνθρωπος, θνητός, βροτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς θεόν, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Ἰλ. Ρ. 98· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Αἰσχύλ. Πρ. 549· φῶτα βρότειον Εὐρ. Βάκχ. 542.
English (Autenrieth)
φωτός: man, wight; like ἀνήρ, but not so much a mark of distinction; freq. in apposition to a name, Il. 4.194 . ἀλλότριος φώς, ‘somebody else.’
English (Slater)
φώς (φωτός, φωτί, φῶτα, φῶτες, φωτῶν, φῶτας, φῶτες.) man οὐδὲ ματρὶ φῶτες ἄγαγον (sc. σε) (O. 1.46) ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει (O. 1.81) φῶτας δ' δαμάσσαις διήρχετο κύκλον (O. 9.91) “παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” (P. 4.13) “φῶτα κελαινεφέων πεδίων δεσπόταν” (P. 4.52) ἵκοντο Θήρανδε φῶτες Αἰγείδαι (P. 5.75) καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός (N. 2.13) Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη (N. 2.20) ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.85) ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας (N. 9.24) “οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί” (N. 10.78) οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.1) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.10) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Achilles) (I. 8.60) πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν Δ. . . λαβὼν δ ἕν[α] φῷ[τ]ᾳ fr. 169. 20.
Greek Monolingual
-ῳδός, ἡ, Α
βλ. φωΐς.
φωτός, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. άνδρας
2. γενναίος άνδρας, ήρωας
3. σύζυγος
4. θνητός, βροτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από μορφολογική άποψη η λ. φώς θα μπορούσε να παραβληθεί με το αρχ. ινδ. bhas- «φως, λάμψη, μεγαλοπρέπεια» (βλ. λ. φως), αν θεωρηθεί ότι η λ. φώς ήταν αρχικά σιγμόληκτο και στη συνέχεια ακολούθησε, ως προς την κλίση, τα οδοντικόληκτα με χαρακτήρα -τ-. Ωστόσο, μια τέτοια σύνδεση, εκτός από τις μορφολογικές αυτές δυσχέρειες, παρουσιάζει προβλήματα και από σημασιολογική άποψη].
Greek Monotonic
φώς: γεν. φωτός, ὁ, δυϊκ. φῶτε, φωτοῖν· πληθ. φῶτες, φωτῶν, φωσί·
I. χρησιμ. από ποιητές, ακριβώς όπως το ἀνήρ, άνδρας, σε Όμηρ., Τραγ.
II. άνδρας, αντίθ. προς τη γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· δύ' οἰκτρὼ φῶτε, λέγεται για έναν άντρα και τη γυναίκα του, σε Ευρ.
III. άνθρωπος, αντίθ. προς το θεό, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Middle Liddell
[used by Poets, just like ἀνήρ
I. a man, Hom., Trag.
II. a man, as opp. to a woman, Od., Soph.; δύ' οἰκτρὼ φῶτε, of a man and his wife, Eur.
III. a man, opp. to a god, Il., Aesch.
Frisk Etymology German
φώς: φωτός
{phṓs}
Grammar: m.
Meaning: Mann, in der Trag. auch von Heroen (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Unerklärt. Von Brugmann Grundr.2 II: 1, 536 mit aind. bhā́s- n. Licht, Schein, Herrlichkeit, Macht verbunden, entweder als urspr. s- Stamm oder aus idg. *bhō-t- zu aind. bhā́-ti leuchtet, scheint (vgl. zu φάος).
Page 2,1060
Mantoulidis Etymological
-φωτός ὁ (=ἄντρας, ἄνθρωπος). Ἀπό τό φημί ἤ ἀπό ρίζα φυ- τοῦ φύω. ἐνῶ φῶς, φωτός, ἀντί φάος τοῦ φάω.