πολυθόρυβος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που προξενεί πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη μηχανή»)
2. αυτός που έχει πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη συνοικία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θόρυβος (πρβλ. φιλοθόρυβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωάνν. Βαλέτα].