πολυτρόφος

English (LSJ)

1 ον, Act., supplying food, Δάματερ πολυτρόφος Call. Cer. 2; [γαῖα] Mém. Miss. Arch. Perse 20.90 (Susa, Hymn to Apollo).
2 nutritious, τυρός Dsc. 2.71, cf. Anon. Lond. 31.9 (Comp.), Xenocr. ap. Orib. 2.58.19, Gal. 6.261.

Greek Monolingual

-ον, Α
(με ενεργ. σημ.)
1. αυτός που παρέχει άφθονη τροφή
2. πολύ θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

German (Pape)

sehr nährend, nahrhaft, z.B. οἶνος, Ath. VI.298c, öfter.