πολυχεύμων

English (LSJ)

πολυχεύμον, gen. ονος, strong-flowing, πηγή Lib.Ep. Basil.19.1.

German (Pape)

[Seite 677] ωνος, viel oder reichlich strömend; Schol. Theocr. 7, 6; Eumath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχεύμων: -ον, ὁ χεόμενος ἀφθόνως, πολύρρυτος, Βασίλ.

Greek Monolingual

-ύχευμον, ΜΑ
αυτός που ρέει άφθονα, πολύρρυτοςπολυχεύμων πηγή», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χευμων (< χεῦμα «ρεύμα»), πρβλ. βαθυχεύμων].