πολύναος

English (LSJ)

πολύναον, with many temples, Theoc.15.109; Ion. πολύνηος EM32.9.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Tempeln, Theocr. 15, 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreux temples.
Étymologie: πολύς, ναός¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύναος -ον [πολύς, ναός] met veel tempels.

Russian (Dvoretsky)

πολύνᾱος: имеющий много храмов (Ἀφροδίτα Theocr.).

Greek Monolingual

και ιων. τ. πολύνηος, -ον, Α
(για θεότητα) αυτός στον οποίο είναι αφιερωμένοι πολλοί ναοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ναος / -νηος (< ναός), πρβλ. ομόναος].

Greek Monotonic

πολύνᾱος: -ον, αυτός που έχει πολλούς ναούς, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύνᾱος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ναούς, Θεόκρ. 15. 109· Ἰων. -νηος, Ἐτυμολ. Μέγ. 32, 9.

Middle Liddell

πολύ-νᾱος, ον,
with many temples, Theocr.