πολύστυλος
English (LSJ)
πολύστυλον, with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.
German (Pape)
[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.
Russian (Dvoretsky)
πολύστῡλος: многоколонный (τὸ Ὠδεῖον Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετράστυλος)].
Greek Monotonic
πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.