πολύχορτος

English (LSJ)

πολύχορτον, with much grass, Glossaria on βαθυλείμων, Eust.743.30.

German (Pape)

[Seite 677] mit vielem Grase, Eust. 640, 13.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχορτος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν χόρτον, Εὐστ. 743. 30.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολύ χορτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χόρτος «χορτάρι» (πρβλ. εύχορτος)].