Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
εὔχορτος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει πολύ χόρτο, άφθονη βοσκή
2. (για το νερό) εύπεπτος, αυτός που συντελεί στη θρέψη, θρεπτικός, χωνευτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔχορτα
τα βοσκοτόπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χόρτος (ο) «κήπος, βλάστηση, χόρτο»].