πολύχρως
English (LSJ)
ων, = πολίχροος, Arist.GA779b9.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πολύχρως: ωτος adj. Arst. = πολύχροος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχρως: -ων, = πολύχροος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19.
Greek Monolingual
-ων, Α
αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό-χρως, λευκό-χρως].