ποντικοφαγωμένος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει δαγκωθεί από ποντικό ή έχει φαγωθεί εν μέρει από ποντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + φαγωμένος].