πονόλαιμος

Greek Monolingual

ο, Ν
πόνος του λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + λαιμός, κατ' αντιστροφή του λαιμόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος λαιμού (πρβλ. πονοκέφαλος)].