ποριστής

English (LSJ)

ποριστοῦ, ὁ,
A one who supplies or provides, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48; φύλαξ καὶ π. ἀλλοτρίων χρημάτων Eus.Mynd.24; δόξης Phld.Rh.2.53 S. (Comp.).
babs., money-maker, J.AJ19.2.5.
2 pl., at Athens, a financial board appointed to raise extraordinary supplies, Ar.Ra.1505, Antipho 6.49, etc.: hence metaph., τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ π. D.4.33.
3 the name used by robbers of themselves, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Arist.Rh.1405a26.

German (Pape)

[Seite 683] ὁ, der Herbeischaffende, Verschaffende, ποριστὰς ὄντας καὶ ἐςηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ, Thuc. 4, 48. Bes. in Athen, der die Einkünfte des Staats zu vermehren sucht, eine Finanzbehörde (B. A. 294), Ar. Ran. 1501, Schol. erklärt πορολόγοι; so auch wohl Antiph. 5, 49 zu nehmen; vgl. Dem. 4, 33, τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ πορισταὶ γιγνόμενοι. – Nach Arist. rhet. 3, 2, 10 οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν, Industrieritter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui procure, qui fournit, qui est l'auteur de ; οἱ πορισταί les administrateurs des fonds publics, à Athènes, propr. « fournisseurs ou pourvoyeurs du trésor »;
2 en mauv. part qui cherche à se procurer des trésors, chevalier d'industrie.
Étymologie: πορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποριστής -οῦ, ὁ [πορίζω] verstrekker, leverancier; veroorzaker:. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ van het kwaad voor het volk Thuc. 8.48.6. plur. fondsenwervers (financiële ambtenaren in Athene die geld moeten vinden voor speciale projecten). Dem. 4.33; οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν rovers noemen zich tegenwoordig fondsenwervers Aristot. Rh. 1405a26.

Russian (Dvoretsky)

ποριστής: οῦ ὁ
1 причиняющий, виновник (πορισταὶ τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Thuc.);
2 pl. οἱ πορισταί пористы, сборщики податей (финансово-налоговые чиновники в Афинах) Arph., Dem.; ирон. «взиматели» (οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ποριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πορίζων, ὁ παρέχων, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Θουκ. 8. 48· χρημάτων Εὐσ. παρὰ Στοβ. 1. 16, 24. 2) ἐν Ἀθήναις οἱ ποτισταὶ ἦσαν ἐπιτροπεία τις διοριζομένη πρὸς ἐξεύρεσιν ἐκτάκτων πόρων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1501, Ἀντιφῶν 147. 14. Δημ. 49. 18, πρβλ. Βöckh T. Ε. Ι. 223. 3) ὄνομα δι’ οὗ οἱ λῃσταὶ ἐκάλουν ἑαυτούς, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, (τὸ Γαλλικόν: chevaliers d' industrie).

Greek Monolingual

ὁ, Α πορίζω
1. αυτός που παρέχει («φύλαξ καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)
2. αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά μέσα («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῡν», Αριστοτ.)
3. αυτός που επιφέρει, που προξενεί κάτι («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», Θουκ.)
4. στον πληθ. οἱ πορισταί
(στην Αθήνα) επιτροπή που διοριζόταν ειδικά για εξεύρεση έκτακτων πόρων.

Greek Monotonic

ποριστής: -οῦ, ὁ (πορίζω),
1. αυτός που προμηθεύει ή εφοδιάζει, σε Θουκ.
2. στην Αθήνα οι πορισταί ήταν οικονομική επιτροπή που διοριζόταν για να συγκεντρώσει έκτακτους πόρους, οι προμηθευτές δημοσίου χρήματος, του δημοσίου ταμείου, σε Αριστοφ.
3. το όνομα χρησιμοποιήθηκε από τους ληστές για τους εαυτούς τους, σε Αριστ.

Middle Liddell

ποριστής, οῦ, ὁ, πορίζω
1. one who supplies or provides, Thuc.
2. at Athens the πορισταί were a financial board appointed to raise extraordinary supplies, Procurators, Ar.
3. the name used by robbers of themselves, conveyancers, Arist.

English (Woodhouse)

provider

Lexicon Thucydideum

apparator, purveyor, 8.48.6.