πορφυράνθεμος

English (LSJ)

πορφυράνθεμον, = πορφυρανθής (with purple blossom), Ps.-Plu. Fluv. 7.4.

German (Pape)

[Seite 686] = Folgdm, Plut. de fluv. 7, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fleurs de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, ἄνθος.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠράνθεμος: с пурпурными цветами (βοτάνη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠράνθεμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ψευδο-Πλούτ. π. Ποταμ. 1152Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
πορφυρανθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ἄνθεμον (πρβλ. χρυσάνθεμος)].