πορφυρανθής
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
πορφυρανθές,
A with purple blossom, Thphr. HP 6.6.3 ap. Ath.15.681b (πορφυρᾶ codd. Thphr. ), Dsc.3.137.
II τὸ π., = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122; = ὑάκινθος, Id.4.62.
German (Pape)
[Seite 686] ές, mit purpurner Blüte, κρίνα, Theophr. bei Ath. XV, 681 b.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρανθής: -ές, ὁ ἔχων πορφυρᾶ ἄνθη, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 681Β· τὸ π., συνώνυμ. τῷ ἡμεροκαλλίς, Διοσκ. 5. 137.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει πορφυρά άνθη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορφυρανθές
α) το φυτό ἡμεροκαλλές
β) το φυτό υάκινθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσανθής)].