ποσοστό

Greek Monolingual

το, Ν
1. κλασματικό μέρος ποσού που ορίζεται συνήθως σε εκατοστά ή χιλιοστά (α. «είναι μεγάλο το ποσοστό τών ανέργων» β. «η ανεργία ανέβηκε σε μεγάλα ποσοστά» γ. «πληρώνεται με ποσοστά»)
2. ελάχιστο ποσό, ασήμαντη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου αρχ. ποσοστός (< πόσος βλ. και λ. πόστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897, στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].