ποτάγορος

English (LSJ)

Dor. for προσήγορος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δωρ. τ.) προσήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + -αγορος/ -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτάγορος Dor. voor προσήγορος.