ποταείδω

English (LSJ)

Dor. for προσαείδω, v. προσᾴδω.

German (Pape)

[Seite 688] dor. statt προσαείδω.

Greek (Liddell-Scott)

ποταείδω: Δωρ. ἀντὶ προσαείδω ἴδε προσᾴδω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαείδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + ἀείδω.

Greek Monotonic

ποταείδω: Δωρ. αντί προσ-αείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταείδω Dor. voor προσᾴδω.