προσᾴδω
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
A sing to, τὶν ποταείσομαι to thee will I sing, Theoc.2.11.
2 π. τραγῳδίᾳ sing the songs in a tragedy, Ar.Eq.401; π. μέλη Aristaenet.1.2; π. τῇ κιθάρᾳ Ael.VH14.23; προσαείσαντος αὐτοῦ τοῦ θεοῦ dub. in IG5(2).528 (Lycosura).
II harmonize, chime in with, τινι with one, S.Ph.405: abs., Hp.Vict.1.8, Pl.Phd. 86e, Lg. 670b.
German (Pape)
[Seite 748] dazu singen; Ar. Equ. 399; τὶν ποταείσομαι, zu dir will ich singen, Theocr. 2, 11; den Gesang begleiten; dah. dazu stimmen, damit übereinstimmen, Plat. Phaed. 86 e; τινί, mit Einem, Soph. Phil. 405, καί μοι προσᾴδετε.
French (Bailly abrégé)
f. προσᾴσομαι, ao. προσῇσα, etc.
1 chanter ou réciter auprès ou devant;
2 chanter avec, accompagner avec la voix ; faire écho à, répondre à, τινι.
Étymologie: πρός, ᾄδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ᾴδω, Dor. fut. med. ποταείσομαι zingen voor, toezingen, met dat.: τίν... ποταείσομαι voor u zal ik zingen Theocr. Id. 2.11. zingen bij, met dat.:; π. τραγῳδίᾳ in een tragedie zingen Aristoph. Eq. 401; overdr. overeenstemmen. μοι προσᾴδεθ’ ὥστε γιγνώσκειν ὅτι met mij stemt u overeen in het inzicht dat... Soph. Ph. 405.
Russian (Dvoretsky)
προσᾴδω: (fut. προσᾴσομαι - дор. ποταείσομαι, aor. προσῇσα)
1 обращаться с песней (τινί Theocr.);
2 сопровождать пением, петь: π. Μορσίμου τραγῳδίαν Arph. петь (партию хора) в трагедии Морсима;
3 соглашаться (προσᾴδετέ μοι, ὥστε γιγνώσκειν ὅτι ταῦτ᾽ ἐξ Ἀτρειδῶν ἔργα Soph.);
4 согласоваться с действительностью, быть верным: ἐάν τι δοκῶσι π. Plat. (уступить их доводам), если они покажутся дельными.
Greek Monolingual
Α
1. τραγουδώ προς κάποιον
2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί
3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον
4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» — τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ᾄδω «τραγουδώ»].
Greek Monotonic
προσᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι, Δωρ. ποτ-αείσομαι·
I. 1. τραγουδώ, σε Θεόκρ.
2. προσᾴδω τραγῳδίαν, τραγουδώ τα μουσικά άσματα σε μια τραγωδία, δηλ. τα χορικά μέρη, σε Αριστοφ.
II. εναρμονίζομαι, συμφωνώ, τινί, με κάποιον, σε Σοφ.· απόλ., σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾴδω: ᾄδω πρός τινα, τὶν ποταείσομαι, «σοὶ γὰρ καλὸν ὕμνον προσυμνήσω» (Σχόλ.), Θεόκρ. 2. 11. 2) πρ. τραγῳδίαν, ᾄδω πρὸς μουσικὴν τὰ ἐν τραγῳδίᾳ ᾄσματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 401˙ πρ. μέλη Ἀρισταίν. 1. 2˙ πρ. τῇ κιθάρᾳ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 23. ΙΙ. συμφωνῶ τινι, λατ. concinere, καί μοι προσᾴδεθ’ ὥστε γιγνώσκειν ὅτι ταῦτ’ ἐξ Ἀτρειδῶν ἔργα κἀξ Ὀδυσσέως Σοφ. Φιλ. 405˙ ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 86Ε, Νόμ. 670Β.
Middle Liddell
fut. -ᾴσομαι doric ποτ-αείσομαι
I. to sing to, Theocr.
2. πρ. τραγῳδίαν to sing the songs in a Tragedy to music, Ar.
II. to harmonise, chime in, τινί with one, Soph.; absol., Plat.