ποταμοδέτης

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποταμοδέτρα, η, Ν
μάγος που μπορεί να δέσει τον ποταμό, να σταματήσει τη ροή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + δέτης/δέτρα (< δένω)].