ποταπότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του ποταπού, ευτέλεια, μηδαμινότητα, προστυχιάποταπότητα συμπεριφοράς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταπός. Η λ., στον λόγιο τ. ποταπότης, μαρτυρείται από το 1825 στο Γραικογαλλικόν Λεξικόν του F. D. Deheque].