ποτιστρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ποτίστρα 1, Tz.H.4.890 (pl.).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
η ποτίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. ξυστρίς)].