ποτοποιία
Greek Monolingual
η, Ν
1. η βιομηχανία ποτών
2. το σύνολο της παραγωγής ποτών μιας Χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτό + -ποιία (< -ποιός < ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Καΐρη].
η, Ν
1. η βιομηχανία ποτών
2. το σύνολο της παραγωγής ποτών μιας Χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτό + -ποιία (< -ποιός < ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Καΐρη].