πουλ

Greek Monolingual

το, Ν
(οικον.) είδος άτυπου συνασπισμού ομοειδών επιχειρήσεων με τον οποίο οι επιχειρήσεις αυτές επιδιώκουν συγκεκριμένο σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pool < γαλλ. poule «κατάθεση χρημάτων κάθε παίκτη στο χαρτοπαίγνιο»].