πουλάρι

Greek Monolingual

το, Ν
ο πώλος, νεαρό άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλάριον υποκορ. του αρχ. πῶλος. Για την τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. κώδων: κουδούνι].