πουτάνα

Greek Monolingual

η, Ν
1. κοινή γυναίκα, πόρνη, ιερόδουλη
2. συνεκδ. ανήθικη γυναίκα, παλιογυναίκα
3. φρ. «είναι παλιά πουτάνα» — λέγεται για άνθρωπο παμπόνηρο που ξέρει πολλά κόλπα και δεν έχει ηθικούς φραγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puttana < putta «κορίτσι»].