η, Ν1. κοινή γυναίκα, πόρνη, ιερόδουλη2. συνεκδ. ανήθικη γυναίκα, παλιογυναίκα3. φρ. «είναι παλιά πουτάνα» — λέγεται για άνθρωπο παμπόνηρο που ξέρει πολλά κόλπα και δεν έχει ηθικούς φραγμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puttana < putta «κορίτσι»].