Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
η, και παλιογύναικο, το
1. κακότροπη, δύστροπη γυναίκα
2. διεφθαρμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + γυναίκα].