παλιογυναίκα

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

η, και παλιογύναικο, το
1. κακότροπη, δύστροπη γυναίκα
2. διεφθαρμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + γυναίκα].