και πούλλος, ο, Ν1. νεοσσός πτηνού, κυρίως της κότας2. το φυτό μήκων, κν. παπαρούνα3. μτφ. πέος4. φρ. «πήρε τον πούλο» — απέτυχε, δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pullus «νεοσσός»].