πούλος

Greek Monolingual

και πούλλος, ο, Ν
1. νεοσσός πτηνού, κυρίως της κότας
2. το φυτό μήκων, κν. παπαρούνα
3. μτφ. πέος
4. φρ. «πήρε τον πούλο» — απέτυχε, δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pullus «νεοσσός»].