παπαρούνα

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία τών 100 περίπου ειδών του γένους παπάβερ, γνωστού και με την αρχαία και λόγια ονομασία Μήκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. papaverone (ιδιωμ. τ. paparina) ή < ρουμαν. paparoană (< λατ. papaver, -eris «παπαρούνα»)].