παπαρούνα

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία τών 100 περίπου ειδών του γένους παπάβερ, γνωστού και με την αρχαία και λόγια ονομασία Μήκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. papaverone (ιδιωμ. τ. paparina) ή < ρουμαν. paparoană (< λατ. papaver, -eris «παπαρούνα»)].