πρακτέος
English (LSJ)
a, ον, (πράσσω)
A to be done, Pl.Prt. 356c, etc.
II πρακτέον, one must do, S.OT1439, Pl.Prt. 356b, etc.
2 one must exact, χρήματα X.Hier.8.9.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
adj. verb. de πράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρακτέος -α -ον, adj. verb. van πράττω, te doen; subst. τὰ πρακτέα: wat gedaan moet worden; Luc. 68.10; n. πρακτέον er moet gedaan worden.
Russian (Dvoretsky)
πρακτέος: adj. verb. к πράσσω.
Greek Monotonic
πρακτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πράσσω,
I. αυτός που πρέπει να γίνει, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. πρακτέον, αυτό που πρέπει να κάνει κάποιος, σε Σοφ., Πλατ.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ πράσσω, ὃν δεῖ πράσσειν, Πλάτ. Πρωτ. 356C, κτλ. ΙΙ. πρακτέον, δεῖ πράσσειν, Σοφ. Ο. Τ. 1439, Πλάτ. Πρωτ. 356Β, κτλ.
Middle Liddell
πρακτέος, η, ον, verb. adj. of πράσσω
I. to be done, Plat., etc.
II. πρακτέον, one must do, Soph., Plat.