πρατά

English (LSJ)

ἡ νουμηνία, Hsch. πρατάνιον· μαλλόν, Id. πρατασία, ἡ, prayer offered at commencement of ploughing, Id.; cf. προηρόσια.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ νουμηνία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τον τ. πρῶτος / πρᾶτος].