πρᾶτος

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾶτος Medium diacritics: πρᾶτος Low diacritics: πράτος Capitals: ΠΡΑΤΟΣ
Transliteration A: prâtos Transliteration B: pratos Transliteration C: pratos Beta Code: pra=tos

English (LSJ)

α, ον, Dor. for πρῶτος, Epich.88, al., IG42(1).40.11 (Epid., v/iv B. C.), etc.: Sup. πράτιστος Theoc.1.77, IG12(3).436, 540 (Thera), Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 696] dor. statt πρῶτος, wie θᾶκος statt θῶκος, Ar. Ach. 708 u. sonst; πράτιστος, Theocr. 1, 77.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρᾶτος -α -ον Dor. voor πρῶτος.

Russian (Dvoretsky)

πρᾶτος: дор. Arph., Theocr. = πρῶτος.

Greek Monolingual

-άτα, -ον, Α
δωρ. τ. βλ. πρώτος.

Greek Monotonic

πρᾶτος: -α, -ον, Δωρ. αντί πρῶτος (συνηρ. του πρόατος), σε Αριστοφ., Θεόκρ.· υπερθ. πράτιστος, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾶτος: -α, -ον, Δωρ. ἀντὶ πρῶτος, συνῃρ. ἐκ τοῦ πρόατος (πρβλ. πρὰν ἀντὶ πρώην, θᾶκος ἀντὶ θῶκος, δηλ. θόακος), Ἐπίχ. 94. 4 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 743, Θεόκρ., κλπ.· ὑπερθ. πράτιστος Θεόκρ. 1. 77.

Middle Liddell

πρᾶτος, η, ον [doric for πρῶτος (contr. from πρόατοσ) Ar., Theocr.] [Sup. πράτιστος Theocr.]