πρατομηνία

English (LSJ)

, Dor. for πρωτομηνία, = νουμηνία, IG42(1).103.35 (Epid., iv B. C.), 4.498.1 (Mycenae, ii B. C.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
δωρ. τ. βλ. πρωτομηνία.