πραϋπάθεια

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, gentleness of temper, Ph.2.31, Hsch.; written πρᾱϋπαθ-παθία, 1 Ep.Ti.6.11 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 696] ἡ, Sanftmuth, Phil. u. a. Sp.

Greek Monolingual

και πραϋπαθία, ή, ΜΑ πραϋπαθής
πραότητα, ηρεμία χαρακτήρα.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱϋπάθεια: v.l. πρᾱϋπαθία ἡ NT v.l. = πραΰτης.