πρεσβεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, ambassador, acc. sg. πρέσβεια (i.e. -ηα or -εα) Hoffmann Griech. Dialekte ii No. 160.31 (Lampasacus); dat. pl. πρεσβεῦσι Lyc.1056, v.l. in Anon. in EN 200.14; nom. dual πρεσβῆ Ar.Fr.639: Sch. Ar. denies that πρέσβεως Ar.Ach. 93 is gen. of this word: Boeot. pl. πρισγεῖες IG7.2418.6, 18 (Thebes, iv B. C.), 1720.6 (Thespiae, ii B. C.) (πρεσβῆες in Hes.Sc.245 belongs in form to this word, in meaning to πρέσβυς 1.1).
German (Pape)
[Seite 698] ὁ, der Gesandte, nur im dat. πρεσβεῦσι, Lycophr. 1056; vgl. Lob. Phryn. 69; der nom. plur. ist πρέσβηες zu schreiben u. auf πρέσβυς zurückzuführen, für πρέσβεις, z. B. Hes. Sc. 245. Nach Schol. Ar. Ach. 93 wollten Einige auch πρεσβέως für πρέσβεως, wie von πρεσβεύς, schreiben, was dort verworfen wird.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβεύς: ὁ πρεσβευτής, εὑρίσκεται μόνον κατὰ δοτ. πληθ. πρεσβεῦσι Λυκόφρ. 1056· ὁ δὲ πληθ. πρέσβηες ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ὅπερ πλημμελῶς φέρεται πρεσβῆες) ἀνήκει εἰς τὸ πρέσβυς Ι. 1· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 69.
Greek Monolingual
-έως, ὁ και βοιωτ. τ. πληθ. πρισγεῖες, Α
πρέσβυς, πρεσβευτής, απεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του πρέσβυς με επίθημα -εύς].