Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πρηνιστής
Greek Monolingual
ο, Ν (ενν. μυς) ανατ.ονομασία δύο μυών του αντιβραχίου τών οποίων προορισμόςείναι να προκαλούν την κίνηση πρηνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ.<πρηνίζω. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πρηνισταί, μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].